- συμπαρακελεύομαι
- Α(αποθ.) προτρέπω ή παρακινώ κάποιον σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρακελεύομαι «προστάζω, παραγγέλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαρακελεύσασθαι — συμπαρακελεύομαι help in inciting aor inf mp συμπαρακελεύομαι help in inciting aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)